"-Κόκκινο φανάρι! Σταμάτα!
-Ναι, συγχώρα με..
-Πάλι αφηρημένη?
-Όχι απλά... Είδες το πουλί που μόλις πέρασε? Το κοίταξα στα μάτια και με προσκάλεσε... "Πάμε!" μου είπε και έφυγα.
Περάσαμε από πάρκα γεμάτα παιδιά. Άκουγα το γέλιο τους και όχι σειρήνες περιπολικών. Πεδιάδες και βουνά καταπράσινα και όχι καρβουνιασμένα. θάλασσες που δεν είχαν μαύρο χρώμα, μα μαγικό μπλε και πράσινο. Είδα δρόμους με ποδήλατα και παιδιά ξυπόλυτα, μα όλα γελούσαν...
"Πετάω?" ρώτησα, χωρίς όμως αυτή τη φορά να έχω την ανάγκη να ακούσω μια απάντηση... Δεν ήθελα να ακούσω καμία απάντηση!
Αγορές και παζάρια, με κυρίες να δοκιμάζουν τα μεταξωτά μαντήλια, τα κεντημένα με λαχτάρες από μάνες που θα τάιζαν πέντε παιδιών στόματα... "Πάμε, μην κάθεσαι!" μου είπε και βρέθηκα να χαζεύω άγρια ζώα να παλεύουν για ένα κομμάτι κρέας. Παρακάτω άντρες φορτωμένους με τους καρπούς της φύσης, αποτέλεσμα κόπων, που θα εξαργυρώνονταν σύντομα σε τροφή για την οικογένεια... Τότε άνοιξε τα φτερά του ξαφνικά και ζωντάνεψαν μπροστά μου όλα τα...
-Πράσινο φανάρι! Προχώρα. Δεν ακούς που κορνάρουν...?
-Ναι, συγχώρα με.. Νόμισα πως.. "